φαλαγγηδόν

φαλαγγηδόν
φαλαγγηδόν
in phalanxes
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαλαγγηδόν — ΝΑ επίρρ. κατά φάλαγγες («φαλαγγηδὸν ἐμάχοντο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • όρδινον — ὄρδινον, τὸ (Α) (στο Βυζ.) γραμμή, ζυγός στρατιωτών τοποθετημένων διαδοχικά τού ενός πίσω από τον άλλο, φαλαγγηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, inis «τάξη στρατιωτών, σειρά, τάξη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”